κληματσίδα

κληματσίδα
και κλεμαξίδα, η (Μ κληματσίδα)
κληματόβεργα, κληματίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληματίς με μαλάκωμα τού -τ-, πριν από -ι-, πρβλ. ιδρωτίλα > δρωτσίλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κληματσίδα — η κληματόβεργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμπελούδα — η κληματίδα, κληματσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + άμπελος + υποκορ. κατάλ. ούδα (πρβλ. κοπελ ούδα, πλεξ ούδα)] …   Dictionary of Greek

  • κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • κλεμαξίδα — η βλ. κληματσίδα …   Dictionary of Greek

  • κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • κληματίδιον — κληματίδιον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού κλήμα) μικρό κλήμα, μικρός κλάδος, κληματσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατoς + υποκορ. κατάλ. ίδιον*] …   Dictionary of Greek

  • κληματόβεργα — η κλαδί από αμπέλι, κληματσίδα («χρησιμοποιεί κληματόβεργες για να ψήσει το αρνί») …   Dictionary of Greek

  • κοτσίδα — η 1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών 2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή τού τ(τ)ι σε τσι (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα] …   Dictionary of Greek

  • οιναρίς — οἰναρίς, ίδος, ἡ (Α) [οίναρον] 1. το κλήμα («οἰναρίδας τὰ κλήματα τῶν ἀμπέλων», Ερωτιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «οἰναρίς κληματίς», κληματσίδα …   Dictionary of Greek

  • πολυγονοειδής — ές, ΝΜΑ 1. όμοιος με το φυτό πολύγονο, αυτός που ανήκει στην τάξη του 3. το ουδ. ως ουσ. τό πολυγονοειδές α) το φυτό δαφνοειδές, η δάφνη β) το φυτό κληματίς, η κληματσίδα νεοελλ. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα πολυγονοειδή βοτ. παλαιότερη ονομασία τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”